ξεγλιστρώ — ξεγλιστράω / ξεγλιστρώ, ξεγλίστρησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεγλιστρώ — ξεγλίστρησα, αμτβ., κατορθώνω να ξεφύγω, να απαλλαγώ από κάτι: Ξεγλίστρησε πάλι από τα χέρια της δικαιοσύνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διολισθαίνω — (AM διολισθαίνω Α και διολισθάνω) [ολισθαίνω] 1. γλιστρώ ανάμεσα και φεύγω, ξεγλιστρώ 2. (για πλοίο) πλέω ελαφρά και γρήγορα 3. γλιστρώ και πέφτω νεοελλ. ξεγλιστρώ, ξεφεύγω αρχ. φρ. «διολισθαίνω τὴν γλῶτταν» (για μεθυσμένους) τραυλίζω … Dictionary of Greek
ξεγλίστρημα — το [ξεγλιστρώ] το αποτέλεσμα τού ξεγλιστρώ, διολίσθηση, διαφυγή, υπεκφυγή … Dictionary of Greek
συνεξολισθαίνω — και συνεξολισθάνω Α ξεγλιστρώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξολισθαίνω / ἐξολισθάνω «ξεγλιστρώ, παρεκτρέπομαι»] … Dictionary of Greek
αλυσκάζω — ἀλυσκάζω (Α) (επική λέξη) 1. αποφεύγω, διαφεύγω 2. επιχειρώ να διαφύγω 3. ξεφεύγω, ξεγλιστρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού ρ. ἄλύσκω] … Dictionary of Greek
απολισθάνω — ἀπολισθάνω κ. λισθαίνω (Α) [ολισθάνω / ολισθαίνω] 1. γλιστρώ μακριά 2. ξεγλιστρώ, ξεφεύγω 3. απομακρύνομαι 4. χαλαρώνω τους δεσμούς φιλίας με κάποιον 5. φρ. «ἀπολισθάνω τοῡ ῥ» δεν προφέρω καθαρά τον φθόγγο ρ … Dictionary of Greek
αφέρπω — ἀφέρπω (Α) 1. φεύγω κρυφά, ξεγλιστρώ 2. (γενικά) απομακρύνομαι, αποσύρομαι 3. φεύγω από τη ζωή, πεθαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + έρπω] … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
γλιστροβολώ — ( άω) 1. γλιστρώ συνεχώς 2. υπεκφεύγω, ξεγλιστρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλιστρώ + βολώ < βόλος < βάλλω] … Dictionary of Greek