ξεγλιστρώ

ξεγλιστρώ
και -άω (Μ ξεγλιστρῶ και ἐξεγγλιστρῶ και ἐξεγλιστρῶ)
1. διολισθαίνω, γλιστρώ
2. κατορθώνω να διαφύγω ή να απαλλαγώ από δυσχερή ή δυσάρεστη κατάσταση, ξεφεύγω από κάποιον ή από κάτι, υπεκφεύγω («ό,τι και να τού πω πάντα κατορθώνει να ξεγλιστρά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)-* + γλιστρῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεγλιστρώ — ξεγλιστράω / ξεγλιστρώ, ξεγλίστρησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεγλιστρώ — ξεγλίστρησα, αμτβ., κατορθώνω να ξεφύγω, να απαλλαγώ από κάτι: Ξεγλίστρησε πάλι από τα χέρια της δικαιοσύνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διολισθαίνω — (AM διολισθαίνω Α και διολισθάνω) [ολισθαίνω] 1. γλιστρώ ανάμεσα και φεύγω, ξεγλιστρώ 2. (για πλοίο) πλέω ελαφρά και γρήγορα 3. γλιστρώ και πέφτω νεοελλ. ξεγλιστρώ, ξεφεύγω αρχ. φρ. «διολισθαίνω τὴν γλῶτταν» (για μεθυσμένους) τραυλίζω …   Dictionary of Greek

  • ξεγλίστρημα — το [ξεγλιστρώ] το αποτέλεσμα τού ξεγλιστρώ, διολίσθηση, διαφυγή, υπεκφυγή …   Dictionary of Greek

  • συνεξολισθαίνω — και συνεξολισθάνω Α ξεγλιστρώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξολισθαίνω / ἐξολισθάνω «ξεγλιστρώ, παρεκτρέπομαι»] …   Dictionary of Greek

  • αλυσκάζω — ἀλυσκάζω (Α) (επική λέξη) 1. αποφεύγω, διαφεύγω 2. επιχειρώ να διαφύγω 3. ξεφεύγω, ξεγλιστρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού ρ. ἄλύσκω] …   Dictionary of Greek

  • απολισθάνω — ἀπολισθάνω κ. λισθαίνω (Α) [ολισθάνω / ολισθαίνω] 1. γλιστρώ μακριά 2. ξεγλιστρώ, ξεφεύγω 3. απομακρύνομαι 4. χαλαρώνω τους δεσμούς φιλίας με κάποιον 5. φρ. «ἀπολισθάνω τοῡ ῥ» δεν προφέρω καθαρά τον φθόγγο ρ …   Dictionary of Greek

  • αφέρπω — ἀφέρπω (Α) 1. φεύγω κρυφά, ξεγλιστρώ 2. (γενικά) απομακρύνομαι, αποσύρομαι 3. φεύγω από τη ζωή, πεθαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + έρπω] …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • γλιστροβολώ — ( άω) 1. γλιστρώ συνεχώς 2. υπεκφεύγω, ξεγλιστρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλιστρώ + βολώ < βόλος < βάλλω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”